- εμμηνοστασία
- η мед.1) задержка менструации; 2) менопауза
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμμηνοστασία — η φυσιολογική ή παθολογική διακοπή τής εμμηνορρυσίας … Dictionary of Greek
εμμηνοστασία — η (ιατρ.) 1. η εμμηνόπαυση (βλ. λ.). 2. η προσωρινή διακοπή της εμμηνόρροιας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)